- εξωμοσία
- Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί τους χριστιανούς που είχαν ακολουθήσει τις αιρέσεις του Νεστορίου και του Ευτυχούς και επιθυμούσαν να επιστρέψουν στους κόλπους της έπρεπε αυτοί να προβούν σε επίσημη αποκήρυξη αυτών των διδασκαλιών. Αργότερα, η ε. κατέστη υποχρεωτική για όλους τους αιρετικούς που μετανοούσαν. Κατά τον Μεσαίωνα, η Ιερά Εξέταση επέβαλε την ε. και σε όσους έκρινε ύποπτους αιρετικής διδασκαλίας –όπως τον Γαλιλαίο, ο οποίος υποχρεώθηκε το 1633 να αποκηρύξει δημόσια τα συγγράμματά του– γιατί ευνοούσαν την καταδικασμένη από τη Καθολική Εκκλησία θεωρία του Κοπέρνικου. Σήμερα, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, οι αποστάτες, οι αιρετικοί και οι σχισματικοί, προκειμένου να λάβουν τη δημόσια συγχώρηση πρέπει να εξωμόσουν την πλάνη τους μπροστά στον επίσκοπο ή σε κάποιον αντιπρόσωπό του και σε τουλάχιστον δύο μάρτυρες.
* * *η (AM ἐξωμοσία)νεοελλ.η απάρνηση τής πίστης ή τών πεποιθήσεων, η αρνησιθρησκίααρχ.-μσν.1. όρκος2. ένορκη διαβεβαίωσηαρχ.όρκος ότι δεν μπορεί κάποιος να δεχθεί αρχή ή να χορηγήσει «λειτουργία».[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ωμοσία < -ωμότης < -ωμο, εκτεταμένη βαθμίδα τού ρ. όμνυμι, + -της].
Dictionary of Greek. 2013.